Δευτέρα 8 Μαΐου 2017

~Μανόλης Πολέντας~

Ο Μανόλης Πολέντας γεννήθηκε στα Χανιά το 1955. Σπούδασε Πολιτική Οικονομία και Συγκριτική Λογοτεχνία στην Αμερική. Είναι παραγωγός και δημοσιογράφος στον Ρ/Σ 105,5 Στο Κόκκινο. Τα παρακάτω ποιήματα είναι επιλεγμένα από την τελευταία του ποιητική συλλογή, ΒΡΟΧΗ ΣΤΟ ΝΑΥΠΛΙΟ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ (Εκδόσεις Ταξιδευτής).








[ΠΟΙΗΤΕΣ]


Στον Λώρενς Φερλινγκέττι


Πρωί Αυγούστου στο Όρος Πήλιον, κάθομαι και καπνίζω στο γραφείο της ωραίας Ελένης και κοιτάζω μια φωτογραφία του Έζρα Πάουντ. Έτοιμος για αποβίβαση από μια βενετσιάνικη γόνδολα, το αριστερό χέρι στην τσέπη για να πληρώσει τον γονδολιέρη. Ίσως. Ή να ψάχνει κανα κομμάτι κρέας για να ταϊσει μια γάτα που αγάπησε στο Ραπάλο. Στο άλλο κρατάει το μπαστούνι του. Ή το δεκανίκι της δημοκρατίας που πρόδωσε η τοκογλυφία. Και σκέφτομαι πως σήμερα ίσως θα ήταν η κατάλληλη μέρα να σιωπάσω μέσα μου για πάντα. Συμβαίνει, μπορεί να συμβεί να σκεφτείς κάτι τέτοιο σαν βρίσκεσαι στο βουνό και όλα σωπαίνουν. Μπορείς επίσης να πεις πολλά για τους ανθρώπους, για τους κοινούς παρανομαστές της εποχής σου. Τα ίδια που έλεγε κι εκείνος στην δική του εποχή. Όταν κανένας δεν ακούει. Αν είχες το πρόσωπο που μειδιά χαιρέκακα με τις πληγές των ανθρώπων. Ή, τέλος πάντων, αν δεν το θεωρούσες αγένεια. Ότι η ποίηση δεν προσφέρει μια θέση θεσμική στον άνδρα. Πως είναι καιρός να σταματήσεις να αντιστέκεσαι στα ανδρείκελα. Πως τίποτε δεν έχεις πια να πεις μέσα από τον λόγο και την τέχνη. Πως δεν πρόλαβε να λειτουργήσει το μέσο και η φωνή σου δεν ακούστηκε από την αρχή, μόνο εσύ την άκουσες “αιώνες” αργότερα. Ναι. Να βγεις απ' το δωμάτιο, όπως ο ποιητής, να κλάψεις γοερώς ακούγοντας της φωνής σου τον αντίλαλο μέσα από το θρόϊσμα των φύλλων του πλατάνου.



Μικρή, καθημερινή αντίστιξη


Συχνά, όταν δυο δόσεις αλκοόλ τρυπώνουν στις φλέβες μου,
βρίσκω να κάθονται πλάι μου να μου μιλούν,
ένας Ρεμπώ και ένας Χαλεπάς.
Βλέπουμε ίδια αγάλματα γυμνά
μέσα τους βλέπουμε.
Δε ρωτάμε αν είναι αρτιμελή.
Και πλάι στον έναν που πονά για όλους
μαζί σχεδιάζουμε
τον καλό Χριστούλη, κρεμασμένο πάνω
στον σταυρό του ανθρώπου
εκείνων όλων που πονούν τον έναν.
Δεν έχει θεό ούτε τιμωρία στο τέλος
μόνο τις καρδιές των φτωχών σκεπασμένες
με τον χιτώνα ενός περαστικού-για-λίγο ανθρώπου
που πόνεσε και αγάπησε το μεγάλο όνειρο
που ονειρεύτηκε.
Συχνά είναι νύχτα.
Πάντα μοιάζει να είναι νύχτα.











ΜΗΤΕΡΑ

Πού είναι η ζωή που χάσαμε ζώντας;”

-- T.S. Eliot


Η χρονιά ήταν δύσκολη. Δεν είχαμε
ο ένας τον άλλον. Το άγγιγμά μου στους ώμους σου
τη στιγμή που έπρεπε και με τον τρόπο που πρέπει
για την αιτία που πρέπει
τώρα που είμαστε και οι δυο στην τρίτη πράξη
της ζωής μας
δεν είχαμε.
Ξύπνησες ένα πρωί και κανείς δεν σου είπε
καλημέρα. Δεν ήξερες καν τι καιρό
έκανε έξω. Εγώ δε μπορούσα ν' ακούσω
μουσική, να διαβάσω.
Μόνο να μαντεύω
τα μελλούμενα μπορούσα
κι εσύ στα όνειρά σου μάντευες πηγές
που αναβλύζουν νερό γλυκό,
όμορφη κόρη των ποταμών της Κρήτης,
δεν έζησες ποτέ
και ποτέ δεν θα ζήσεις
την παγκοσμιότητα που λύνει τις διαφορές.
Ήσουν η “ωρολογιακή βόμβα” που αναίρεσε
τη ζωή που σε γέννησε.
Είμαι ο ακριβοθώρητος μηδενιστής
της μήτρας σου.


Ιούλιος, 2013.


Λούντβιγκ φαν Μπετόβεν

Violinsonate G-dur Op. 30/3

Tempo di Minuetto ma molto moderato e grazioso


for Glenn Gould

Καλπασμοί σφάζουν τη φθινοπωρινή πάχνη.
Είναι κι αυτή μια νοσηρή απόδειξη
που τρυπάει την ψυχρή καρδιά.
Θα προχωρώ καλπάζοντας κι εγώ
πίσω από τα ιερά κρώσματα
πίσω από την λεπτή κομψότητα
που ψυχορραγεί τις εποχές.
Ανήμπορος αλλιώς να πορευτώ
ο ρομαντικός στ' αλήθεια που είμαι.
Τις μέρες μου θα μετρώ
τα τα ρα ρααα, τα τα ραρααα,
καμία ακρόαση του κλασικού κακόηχου
που τρυπάει τις καρδιές των επιγόνων.
Αυτός είναι ο προορισμός μου
αυτή η μοίρα μου. Δεν ξέρω τα καλοκαίρια
τις καχυποψίες των εποχών
μόνο μία μισάνθρωπη Άνοιξη
και μ' αυτήν θα πορευτώ
μέχρι το τέλος της μελαγχολίας μου.


Λονδίνο. Νοέμβριος, 1992.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου