Κυριακή 14 Ιανουαρίου 2018

~Δήμητρα Κουβάτα~

Η Δήμητρα Κουβάτα γεννήθηκε το 1970 στο Βελεστίνο. 
Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Α.Π.Θ. Ζει στη Θεσσαλονίκη, όπου και εργάζεται ως καθηγήτρια στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. 
Το «Σκυλί δεμένο» είναι η πρώτη της ποιητική συλλογή. 
Ποιήματά της και μικρά πεζά έχουν δημοσιευτεί σε συλλογικές εκδόσεις, έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά.










{Νήπιες λέξεις}

Οι λέξεις μου
όταν σε συναντώ,
μικρά παιδιά.
Πισωπατούν, δειλιάζουν.
Κρύβονται πίσω απ΄ τη φούστα μου.

Και όταν γυρνάμε σπίτι μας,
λιγάκι πριν τον ύπνο
μονάχα τότε αναθαρρούν
κι αρθρώνουνε λαλίστατες
τα χρώματα,
τις εποχές,
την πρέπουσα τη σύνταξη
παιχνίδια
και τραγούδια.

Και εγώ πάντα τις μαλώνω τρυφερά
«Κάθε φορά τα ίδια».








{Αστική ευγένεια}

Θερμά παρακαλώ
να βγάλεις τα παπούτσια σου
στο ξύλινο πάτωμά μου.
Τρίζουν τα μέσα μου
όταν έρχεσαι.






{Αλυσόδεση}

Τώρα που γκρεμίστηκες,
μακριά από τη σκιά
μακριά από τον έρωτα
σε γδέρνω και σε ποδοπατώ.

Εκεί,
κάτω απ΄ το δέντρο
που με ήθελες
δεμένο σκυλί
έγινα ζώο άγριο και παμφάγο.













Σε ψηλόλαιμα μπουκάλια κλειστές
φωλιάζουν
οι επιθυμίες μου
σκεπασμένες με ζάχαρη.
Στη ζύμωση του ήλιου
εκτίθενται
στο περβάζι μου
χρόνια τώρα.

Γι΄ αυτές
πρέπει να γίνω πουλί
κι αψήφιστα να στριμώξω στο στόμιο
το πελαργίσιο ράμφος μου.
Να τις περάσω γυμνές από τη στενωπό
των αναγκών
και της καθημερινής λάτρας.

Έτσι μετά από τόσο κόπο
εγώ θα πετώ
με μια παλλόμενη επιθυμία
δεμένη σφιχτά στο ράμφος μου.
Με ένα φτερό κουτσό
και με ένα μάτι καρφωμένο στην πλάτη.
Γιατί
καθώς εγώ θα ίπταμαι,
θα με κυνηγά,
όσο και αν απομακρύνομαι,
η αγωνία του δραπέτη
του καταδικασμένου
να κοιτάζει ισόβια πίσω.

Ευτυχώς που
όταν αποτυγχάνω, 
διανυκτερεύει με φώτα ανοιχτά
η ποίηση.





{Οικιακή οικονομία}

Θεωρητικά,
σίγουρα το είχε διδαχτεί,
αλλά
στην πραγματικότητα
ήταν ανυποψίαστη
ότι τα όνειρα είναι
κυρίως
σχολαστικοί αριθμομνήμονες,
ορκωτοί λογιστές στους ισολογισμούς,
αδέκαστοι
και στην απόδοση των κεφαλαίων.

Μικρή
έκπληκτη διαπίστωνε ότι
η μάνα της
ήξερε
κάθε στιγμή επακριβώς
πόσα ζευγάρια κάλτσες
πόσα πιάτα
είχε για πλύσιμο.

Μη μου μαθαίνεις να μετρώ με αριθμούς.
Μάθε με να λογαριάζω με μέρες αδειανές από αγάπη.

Μετά
άρχισε κι αυτή
να λογαριάζει
και ν΄ απαριθμεί
στους πόσους μήνες ο πόθος γεννάει οικειότητα
στα πόσα μου να κάνω το παιδί
από πότε έχω να πλύνω τις κουρτίνες.

Και τώρα πώς
να μην παραδεχτεί ότι
τις νύχτες
τα όνειρα
με μνήμη τραπεζικού λογαριασμού
ελέγχουν
και καταμετρούν μέχρι κεραίας
ποσό κατάθεσης – ποσό ανάληψης,
κοστολογούν
και στρογγυλοποιούν
αλάνθαστα.

Άτοκη εν τέλει
η κατάθεση ζωής.
Καμία απόσβεση. Κανένα απόθεμα ψυχής.
Χώρια οι κρατήσεις.

Πώς να διδάξει τώρα
αυτή
στην κόρη της
την οικιακή οικονομία;